- ἐθελημός
- ἐθελ-ημός, όν,A willing, voluntary, Hes.Op.118, Call.Dian.31, A.R.2.656. Adv. -
μῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εθελημός — ἐθελημός, όν (Α) εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (ε)θελη ([ε]θελήσω, ηθέλησα)] … Dictionary of Greek
ἐθελημός — willing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελημοί — ἐθελημός willing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελήμων — ἐθελήμων, ον (Α) εκούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του εθελημός] … Dictionary of Greek